- αυτοδιοίκηση
- Με τον όρο αυτό εννοείται η αυτονομία των τοπικών οργανισμών, οι οποίοι παράλληλα ή σε συνεργασία με τις κρατικές αρχές ασχολούνται με τις τοπικές υποθέσεις και ανήκουν, σύμφωνα με τον νόμο, σε ειδική κατηγορία νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Με την έννοια αυτή α. είναι τοπική διοίκηση (local government) που διαθέτει αυτονομία (κατά τη διεθνώς γνωστή αγγλοσαξονική ορολογία: self government).
Ιστορία. Στη νεότερη Ελλάδα, η α. ταυτίστηκε ουσιαστικά με την αυτονομία ορισμένων κατώτατης κλίμακας οργανισμών, των δήμων και κοινοτήτων, δεν έλειψαν όμως οι απόπειρες διεύρυνσης του θεσμού σε συνδυασμό, πολλές φορές, με την αποκέντρωση, από την οποία όμως διαφέρει, επειδή η τελευταία είναι αποσυγκέντρωση του κρατικού μηχανισμού με κύριο σκοπό την αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα των θεσμών του και των οργάνων του, ενώ η α. ανταποκρίνεται σ’ ένα γενικότερο αίτημα συμμετοχής εκ των κάτω στη γενική διαχείριση των κοινών υποθέσεων μιας ορισμένης εδαφικής περιοχής.
Η α. στην Ελλάδα εμφανίζεται ταυτόχρονα ως επιβίωση μια μακρόχρονης ιστορικής παράδοσης και ως αίτημα του γενικότερου λαϊκού κινήματος της Ευρώπης και του κόσμου, που από τον 18o αι. και ύστερα απέβλεπε και αποβλέπει στον εκδημοκρατισμό του κράτους και της κοινωνίας.
Η ιστορική παράδοση ξεκινά από την αρχαία Ελλάδα, όπου η ιδέα της αυτονομίας και ανεξαρτησίας των πόλεων αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Αντίθετα η αφομοιωτική προσπάθεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (νομικές κωδικοποιήσεις γενικής ισχύος, διαίρεση του κράτους σε θέματα κλπ.), καθώς και η αστάθεια που δημιούργησαν αλλεπάλληλες εχθρικές εισβολές περιόρισαν χωρίς να εξαφανίσουν τελείως την παράδοση της αυτονομίας και α. Η τελευταία βρήκε άλλωστε ευνοϊκό έδαφος για να αναπτυχθεί και πάλι σε σημαντικό βαθμό κάτω από το καθεστώς της τουρκοκρατίας (1453-1821). Οι Τούρκοι, λόγω της μεγάλης εξάπλωσης της αυτοκρατορίας τους, βρίσκονταν πραγματικά σε αδυναμία να ασκήσουν πολιτική αφομοίωσης των υποδούλων· φρόντισαν λοιπόν κυρίως για την ασφάλειά τους και άφησαν αρκετή ανεξαρτησία στις κοινότητες των ραγιάδων. Πολλές από αυτές τις κοινότητες ανέπτυξαν θαυμαστό για την εποχή βαθμό α. και έγιναν κέντρα τοπικού πολιτισμού, με αξιόλογα οικονομοτεχνικά, κοινωνικά και πολιτιστικά επιτεύγματα (Αμπελάκια, Δημητσάνα κλπ.). Οι άρχοντες αυτών των κοινοτήτων (δημογέροντες) ήταν επιφορτισμένοι με τη διοίκηση της κοινοτικής περιουσίας, με τη συλλογή των φόρων, με τον διορισμό κοινοτικών υπαλλήλων, με τη διοίκηση των εκκλησιών και των σχολείων, με έργα κοινής ωφελείας. Μπορούσαν να καλούν, σε εξαιρετικές περιστάσεις, γενικές συνελεύσεις των μελών της κοινότητας. Από την έντονη αυτή κοινοτική ζωή προκύπτει αρκετά σημαντικός διαφορισμός τοπικών εθίμων αλλά και συμφερόντων, τον οποίο χρειάστηκε να αντιμετωπίσει στα πρώτα της βήματα η επαναστατική Ελλάδα του 1821. Χαρακτηριστική απόδειξη της επιβίωσης του ευνοϊκού προς την α. πνεύματος υπήρξε και η προσπάθεια του Ι. Καποδίστρια να συνδέσει το παραδοσιακό σύστημα των δημογεροντιών με την αποκέντρωση των διοικητικών υπηρεσιών του κράτους, καθώς και η αναγραφή στο τελευταίο από τα επαναστατικά συντάγματα, το Ηγεμονικό (15 Μαρτίου 1832), διατάξεων όπως η ακόλουθη: «Η Ελληνική Επικράτεια» είναι «διατεταγμένη εις Τμήματα... έκαστον Τμήμα σύγκειται από επαρχίας, και εκάστη επαρχία σύγκειται από κοινότητας... εκάστη κοινότης έχει ίδιον Κοινόν, ήγουν ιδίους Δημογέροντας, εκλεγόμενους υπό του λαού, ως θέλει διορισθή εις ιδιαίτερον οργανικόν νόμον περί κοινοτήτων...» (Κεφ. Α, 1-4). Και στις δύο περιπτώσεις, η ιδέα της τοπικής αυτονομίας εξακολουθούσε να προβάλλεται ως αίτημα της ιστορικής παράδοσης και ως αξίωση του δημοκρατικού κινήματος που γαλβάνιζε τους άντρες της Επανάστασης.
Αργότερα, με τον νόμο της 27ης Δεκεμβρίου 1833 καθιερώθηκε το σύστημα ενιαίας διαίρεσης της χώρας σε μονάδες τοπικής α., τους δήμους, με βάση τον πληθυσμό (από 300 κατ. και άνω και με υποδιαίρεση τριών κατηγοριών δήμων, από 300-2.000 κατοίκους, από 2.000-10.000 και από 10.000 και άνω). Ανήκε όμως στη διοίκηση να κρίνει αν ένας συνοικισμός που συγκέντρωνε άνω των 300 κατοίκων έπρεπε ή όχι να ανακηρυχτεί σε δήμο. Χαρακτηριστικό πάντως του ότι και στα νέα αυτά πλαίσια επιζούσε ακόμα το πνεύμα της α. είναι πως, εκτός του ότι τα διοικητικά όργανα των δήμων ήταν αιρετά, καθιερωνόταν συγκεκριμένα ένα είδος αντιπροσωπευτικής τοπικής διακυβέρνησης. Με την εποπτεία του κράτους αναγνωριζόταν στους τοπικούς οργανισμούς όχι απλώς ένας αριθμός εξουσιών που παραχωρούνταν από τον νόμο, δηλαδή από την κεντρική εξουσία, αλλά και μια ιδιαίτερη, κατά κάποιον τρόπο, αποστολή, για την εκπλήρωση, κατ’ αποκλειστικότητα, μιας ευρείας κοινωνικής σκοπιμότητας. Πραγματικά, ο νόμος του 1833 όριζε ρητά: «Ανατίθεται εις τους Δήμους η ακριβής εκτέλεσις όλων των υποχρεώσεων όσαι πηγάζουν εκ του κοινωνικού σκοπού των ή εκ νομίμων ειδικών λόγων» (§ 17). Την ευρεία αυτή αντίληψη στο θέμα της τοπικής αυτοδιοίκησης παρέλαβε και ο μεταγενέστερος νόμος ΔΝΖ’ του 1912 (άρθρα 29 και 92) όπου αναγράφεται: «Αι κοινότητες έχουσι την αυτοδιοίκησιν των εκ του κοινωνικού και δημοσίου αυτών προορισμού απορρεουσών ιδίων τοπικών υποθέσεων».
Τη γενική αυτή αρμοδιότητα ή, ακριβέστερα, εξουσία δράσης στον κύκλο των τοπικών γενικά υποθέσεων επιβεβαίωσαν με διάφορες παραλλαγές όλα τα νεότερα συντάγματα (άρθρο 101 του συντάγματος 1986) και οι σχετικοί νόμοι. Μια σημαντική αλλαγή στον καταστατικό χάρτη της ελληνικής τοπικής α. επέφερε το σχέδιο Καποδίστριας (βλ. λ.), με το οποίο καταργήθηκαν εκατοντάδες κοινότητες όλης της χώρας και δημιουργήθηκαν νέοι δήμοι, με αναβαθμισμένες εξουσίες και αρμοδιότητες.
* * *η1. το να έχουν ορισμένοι οργανισμοί και νομικά πρόσωπα δική τους νομική προσωπικότητα και να ασκούν δοτή ή δευτερογενή δημόσια εξουσία2. «τοπική αυτοδιοίκηση» — η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ορισμένης περιοχής από όργανα που εκλέγονται από τους πολίτες της περιοχής αυτής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτοδιοικούμαι. Η λ., στον λόγιο τύπο, αυτοδιοίκησις, μαρτυρείται από το 1892 στον Εμμανουήλ Κόκκινο].
Dictionary of Greek. 2013.